συστηματικός

συστηματικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. αυτός που γίνεται με σύστημα ή αυτός που ενεργεί με σύστημα: Με συστηματική έρευνα έλυσε πολλά επιστημονικά προβλήματα. – Είναι πολύ συστηματικός στη δουλειά του.
2. «συστηματική φιλοσοφία», αυτή που μελετά τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα.
3. αυτός που γίνεται «εκ συστήματος», κατά τρόπο σταθερό: Η συστηματική αποχή του από τις συνεδριάσεις επικρίθηκε από το διευθυντή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συστηματικός — ή, ό/ συστηματικός, ή, όν, ΝΑ [σύστημα, ατος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σύστημα 2. αυτός που ενεργεί ή αυτός που γίνεται με σύστημα (α. «συστηματικός μελετητής» β. «συστηματική έρευνα») 3. (με καλή σημ.) αυτός που στις σκέψεις… …   Dictionary of Greek

  • ερυθηματώδης συστηματικός λύκος — Πάθηση του ανοσοποιητικού συστήματος, η οποία προσβάλλει άλλα συστήματα του οργανισμού. Στο αίμα του πάσχοντος ανιχνεύονται αντισώματα εναντίον του ίδιου του σώματος (αυτοάνοση). Πέρα από τα γενικά συμπτώματα πυρετού, κόπωσης και απώλειας βάρους …   Dictionary of Greek

  • συστηματικά — συστηματικός of neut nom/voc/acc pl συστηματικά̱ , συστηματικός of fem nom/voc/acc dual συστηματικά̱ , συστηματικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστηματικῶν — συστηματικός of fem gen pl συστηματικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστηματικόν — συστηματικός of masc acc sg συστηματικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστηματικαῖς — συστηματικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστηματικαί — συστηματικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστηματικῆς — συστηματικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστηματικῇ — συστηματικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστηματική — συστηματικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”